τυφογενής

τυφογενής
ης, ες тифозный, 'вызывающий тиф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τυφογενής" в других словарях:

  • τυφογενής — ές, Ν αυτός που προκαλεί τυφοειδή νόσο, τυφογόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφος + γενής (< γένος)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • τυφογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν τυφογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»